- μπακιρένιος
- α, ο медный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπακιρένιος — ια, ιο [μπακίρι] αυτός που έχει κατασκευαστεί από χαλκό, χάλκινος («μπακιρένια κατσαρόλα») … Dictionary of Greek
μπακιρένιος, -ια, -ιο — αυτός που κατασκευάστηκε από χαλκό, χάλκινος: Μπακιρένια σκεύη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγάνωτος — η, ο 1.(για μαγειρικά σκεύη), εκείνος που δε γανώθηκε, δεν κασσιτερώθηκε: Ο μεγάλος μπακιρένιος τέντζερης είχε μείνει αγάνωτος. 2. αδιάντροπος: Αυτός είχε μούτρα αγάνωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)